φωνητικόν

φωνητικόν
φωνητικός
vocal
masc acc sg
φωνητικός
vocal
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για …   Dictionary of Greek

  • ЗЕНОН КИТИЙСКИЙ — [греч. Ζήνων ὁ Κιτιεύς] (IV III вв. до Р. Х.), древнегреч. философ, основатель стоической философской школы (см. ст. Стоицизм). Жизнь и сочинения Точная дата рождения З. К. неизвестна, приблизительная датировка дается по ряду косвенных… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”